- σούρισμα
- τοσφύριγμα: Ακούστηκε ένα διαπεραστικό σούρισμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σούρισμα — το, Ν βλ. σύριγμα … Dictionary of Greek
σύριγμα — και σύρισμα, το, ΝΑ και σούρισμα και σούριγμα Ν [συρίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συρίζω, ο ήχος τής σύριγγας, το σφύριγμα (α. «ακούστηκε ένα οξύ σύριγμα» β. «μὴ... διολέσῃς... Πανὸς ἕδρας, ἔνθ ἔχει συρίγματα», Ευρ.) 2. συριστικός ήχος … Dictionary of Greek